ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ

 

ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, Τα γαλάζια φτερά του έρωτα, ΕΚΔ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2013 


ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ












.

Τιμή Πώλησης: 17,70 15,93 €

Τιμή Πώλησης Ebook: 13,99 €
Κατηγορία: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ημ. Έκδοσης: 03/10/2013
Ηλικία: 18+
ISBN: 978-618-01-0433-2
ISBN Ebook: 978-618-01-0434-9
Σελίδες: 464
Βιβλιοδεσία: ΑΔΕΤΟ
 
.

ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ,

μπορείτε να διαβάσετε την αρχή του βιβλίου μου

ΕΔΩ.

 

Επίσης δείτε και αυτό


ΚΕΦ 20

Από τότε που την πρωτοείδε είναι αλήθεια κατάλαβε καλά ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει για όλους. Και ίσως όχι και προς το καλύτερο. Αλλά είχε πάρει την απόφαση να κρατήσει επαφή μαζί της, έστω και περιστασιακή. Σ΄ εκείνη πάλι δεν της ήταν δυσάρεστη η παρέα του. Και οι δύο ήξεραν τι δουλεία κάνει ο άλλος αλλά ποτέ δεν το έθιξαν. Έκανε ο καθένας τη ζωή του. Απλά έβγαιναν πια ξανά μαζί. Στην αρχή δειλά – δειλά, μια φορά κάθε δεκαπέντε. Και μετά το σταθεροποίησαν μια φορά την εβδομάδα για να λένε τα νέα τους.

Αυτή η κατάσταση κράτησε τουλάχιστον έξι επτά μήνες και τελικά έγινε το αναπόφευκτο: έκαναν έρωτα για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Τα πρώτα δείγματα ότι την ήθελε τα είχε δείξει ο Λευτέρης. Και η άλλη πάντως το σκεπτόταν. Αλλά προσπαθούσε να το πνίξει μέσα της, όσο μπορούσε. Τελικά ο έρωτας νίκησε και τους δυο. Αυτό δεν συμβαίνει σχεδόν πάντα όταν το θέλουν δυο άνθρωποι, ακόμα κι όταν δεν τ΄ ομολογούν;

Όχι, την Κατερίνα δεν την ένοιαζε πια καθόλου. Η  ερωτική πράξη, το σεξ, ίσως γι΄ αυτήν ειδικά δεν σήμαινε τίποτα εδώ και πολλά χρόνια. Στην αρχή τουλάχιστον έτσι ήταν τα πράγματα με το Λευτέρη. Αλλά μετά από λίγο καιρό και καθώς οι μήνες πέρναγαν ξαφνικά ξύπνησε μέσα της η γυναίκα που για τόσα και τόσα χρονιά είχε νεκρωθεί από τον αγοραία έρωτα. Κι άρχισε να πιστεύει ότι εκείνος ο παλιός της έρωτας τώρα είχε και πάλι φουντώσει… και μάλιστα για τα καλά!

Τελικά, κυρία, ίσως αυτός είναι ο έρωτας που σου ταιριάζει, ο παλιός σου έρωτας, σκεφτόταν μια μέρα που είχε τελειώσει μαζί του. Τον κοίταξε. Εκείνος κοιμόταν δίπλα της, στο σπίτι της. Είχε ένα γαλήνιο βλέμμα. Έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο. Τώρα φαινόταν πραγματικά ήρεμος.  Άπλωσε το χέρι της στο διπλανό κομοδίνο και πήρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της. Έκανε να ανάψει, αλλά το μετάνιωσε. Δεν ήθελε να γέμισε το δωμάτιο με καπνό. Πήγε να σηκωθεί αλλά έκανε θόρυβο κι ο Λευτέρης ξύπνησε.

«Μη μου φεύγεις, αγάπη μου,» της μουρμούρισε.

Μετά την αγκάλιασε, την τράβηξε στο κρεβάτι, τη φίλησε στο στήθος και ακούμπησε το κεφάλι του επάνω της. Εκείνη ανέβαλε το τσιγάρο και συνέχισε να σκέφτεται τη σχέση της και τη ζωή τούς γενικότερα. Τον είχε καλέσει στο σπίτι της αρκετές φορές από τότε που είχαν ξαναβρεθεί και είχε πάει και στο δικό του. Θα μπορούσες να πεις ότι πλέον ήταν ένα κανονικό ζευγάρι.  

Άραγε είμαστε ή… Εννοώ αυτός στα αεροπλάνα κι εγώ στις βίζιτες... τι σκατά σχέση είναι αυτή; Και πού ξέρω ότι και αυτός δεν πηδάει κι άλλες όπως εμένα; Άλλωστε στα μπαρ δεν ξαναγνωριστήκαμε; Κι εγώ πάλι από τη μεριά μου… όλο λέω ότι θα κόψω τις βίζιτες κι όλο…  Αν βρεθεί κανένα γερό πορτοφόλι…

Ουσιαστικά ο Λευτέρης έκανε τη ζωή του και η Κατερίνα τη δική της, χωρίς να δίνει ο ένας λογαριασμό στον άλλο. Αλλά δεν ήταν πια έτσι απλά τα πράγματα. Δεν ήταν δυο απλοί περιστασιακοί εραστές. Κάποια στιγμή της το είχε πει εξάλλου να σταματήσει τη δουλεία. Εκείνη τη μέρα είχαν τσακωθεί. Την είχε πει πουτάνα, κι εκείνη τον είχε βρίσει καριόλι.

Χμ… γιατί θύμωσες τότε κυρία μου; Μια τέτοια δεν είσαι; Μια του δρόμου; Αν αποφάσισες ν΄ αλλάξεις μιας και σ΄ ενοχλεί να σε λέει έτσι, γιατί τόσο καιρό από τότε που τον γνώρισες, τόσους μήνες τώρα, δεν το έχεις κάνει; Πάλι το χρήμα, έτσι; Επίσης ακόμα κατεβαίνεις στα κωλόμπαρα. Λες και δεν σε φτάνουν όσα έχεις μαζέψει τόσα χρόνια… Αφού το βλέπεις ότι τον πειράζει. Και με το δίκιο του ο άνθρωπος! Ποιος θα ήθελε μια γυναίκα σαν εσένα για… γυναίκα του; Είναι ποτέ δυνατόν; Κι απ΄ την άλλη, αν σ΄ ενοχλεί η στάση του, γιατί δεν φεύγεις. Για κοίτα τον.. πάλι μαζί του είσαι. Γιατί;

 Ουσιαστικά το επάγγελμα της Κατερίνας ήταν ανασταλτικός παράγοντας για το Λευτέρη, για να της κάνει κάποια πιο σοβαρή πρόταση. Είχαν σχεδόν ένα χρόνο που βλέπονταν μ΄ αυτό τον τρόπο, αλλά όσο κι αν αυτός το σκεπτόταν… δεν το έπαιρνε απόφαση Αφενός τότε υπήρχε η περίπτωση Κική – κάποια στιγμή το είπε στην Κατερίνα και αυτό - και αφετέρου κι ίδιος τις ήξερε καλά αυτές τις γυναίκες σαν την Κατερίνα. Έτσι δεν της έλεγε κάτι παραπάνω… μια πρόταση για κάτι περισσότερο. Παρά το γεγονός ότι είχε καταλάβει πως εκείνη ίσως και να περίμενε από αυτόν αυτή τη σοβαρή πρόταση… ό,τι και να ήταν αυτή βέβαια.

Τα καβγαδάκια τους με αφορμή κυρίως της δουλειά της Κατερίνας αλλά και τα νυχτοπερπατήματα τα δικά του με τις διάφορες πιτσιρίκες και τις περιστασιακές του σχέσεις κάποια στιγμή τους έφεραν στο χωρισμό. Όμως μετά από λίγο καιρό χώρια, ο καθένας από τη μεριά του μάλλον το ξανασκέφτηκε σοβαρά. Πρώτα αυτή τον πήρε τηλέφωνο και κανόνισαν και ξαναβρέθηκαν. Μετά όμως πάλι τα ίδια. Οι χωρισμοί και οι επανενώσεις ήταν σχεδόν σε ημερησία διάταξη. Η παροιμία, αντάμα δε μονιάζουνε κι ο χωρισμός κακός, έβρισκε σε αυτούς την πλήρη επιβεβαίωσή της. Τελικά, πάλι μαζί κατέληγαν, στο ίδιο κρεβάτι.

 Βρε τι είναι αυτό με μένα; Γιατί δεν τον σουτάρω να φύγει και να συνεχίσω τη ζωή μου όπως την ξέρω εγώ; σκεπτόταν πάλι η Κατερίνα. Λες να καλοβολεύτηκα με αυτή την κατάσταση; Και μετά είναι και εκείνο το τσουλάκι που τον τραβάει από τη μύτη τόσο καιρό τώρα. Μα δεν καταλαβαίνει ο βλάκας; Τόσο ηλίθιοι είναι οι άντρες; Και μόνο που το σκέφτομαι…

Δεν άντεξε κι άναψε ένα τσιγάρο. Μετά με προσοχή, ώστε να μην ξυπνήσει και πάλι, τον τοποθέτησε λίγο πιο κει σε ένα μαξιλάρι. Σηκώθηκε σιγά – σιγά και πήγε προς το παράθυρο. Το άνοιξε λιγάκι, για να μπει ο αέρας. Φύσηξε τον καπνό που απέδρασε από το ανοιχτό παράθυρο βιαστικά, σαν να τον κυνηγούσε κάποιος.

Κι όμως αυτό ο άντρας… σκέφτηκε και γύρισε και τον κοίταξε. Κοιμόταν ακόμα γαλήνια.

Έστρεψε τώρα το βλέμμα της κάτω στο δρόμο. Η κίνηση τέτοια ώρα ξημέρωμα είχε αραιώσει. Ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Κάπου το μάτι της πήρε ένα ζευγαράκι. Περιπάταγαν αγκαλιασμένοι. Ίσως έρχονταν από ένα ξενυχτάδικο. Εκείνη τους είδε και θυμήθηκε τον εαυτό της. Πόσες και πόσες φορές δεν το είχε κάνει τούτα τα χρόνια... αλλά πάντα με κάποιον πελάτη, πάντα με κάποιον που σε πλήρωνε.... ποτέ γιατί ήσουν ερωτευμένη. Κι αν δεν ήταν τούτος εδώ… γύρισε και τον κοίταξε πάλι. Λες να είναι αυτός που…

Παρά το ότι είχαν καιρό που πλέον οι δυο τους βρίσκονταν συχνά στο κρεβάτι, κρατούσαν όμως έναν απαράβατο όρο: ποτέ να μην μιλήσουν ο ένας στον άλλο ερωτήσεις για το πώς είχαν φτάσει εκεί που είχαν φτάσει. Πράγματι αυτό τον κανόνα τον τήρησαν, παρά τα καβγαδάκια τους. Αλλά σε αυτή τη ζωή οι κανόνες γίνονταν από τους ανθρώπους, για να σπάνε τελικά από τους ανθρώπους. Ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος· το ίδιο και οι κανόνες.

Μια πρωτοχρονιά, η δεύτερη που πέρναγαν μαζί από τότε που είχαν επανενωθεί, απόλυτα παρασυρμένοι από το αλκοόλ, έσπασαν αυτούς τους όρκους και του κανόνες που τόσο καιρό βασάνιζαν τις ζωές τους. Εκείνη την ώρα έκαναν μπάνιο στο σπίτι του κι εκείνος την είχε στην αγκαλιά του. Είχαν μόλις τελειώσει τον έρωτα και καθώς βρισκόταν χαλαρωμένοι μέσα στο ζεστό νερό οι καρδίες τους άνοιξαν. Όταν εκείνος τελείωσε, η Κατερίνα συνέχισε την εξομολόγηση:

«Όταν έφυγες από το νησί για σπουδές στην Αθήνα όλος ο κόσμος μου διαλύθηκε. Θυμάσαι που είχες πει ότι θα με πάρεις και δεν θα με εγκαταλείψεις πότε;»

Γύρισε και τον κοίταξε πίσω της που είχε γίνει κατακόκκινος. Όχι, δεν ήταν από τους υδρατμούς και το καυτό νερό. Από ντροπή ήταν. Εκείνη του χαμογέλασε. Το κατάλαβε ότι είχε μετανιώσει.

«Λοιπόν, δεν είχα πια λόγο ύπαρξης στο νησί… θα μου πεις, είχες τον παππού σου. Με τον παππού, αγόρι μου, δεν μπορείς να κοιμηθείς στο ίδιο κρεβάτι, ούτε μπορείς να ονειρευτείς το μέλλον. Ήμουν τότε σχεδόν στα δεκαεπτά, είχα τα μισά χρόνια σε σχέση με σήμερα και ήθελα ακόμα ένα χρόνο για το σχολείο. Κι εσύ.. εσύ έλειπες. Περίμενα νέα σου κι επισκεπτόμουν τη μάνα σου, για να μάθω. Τα γράμματά σου ήταν αραιά και πού. Αυτό το παράπονο είχε και η κακομοίρα η κυρά Μαρίκα. Τα χρόνια πέρναγαν, ο παππούς μου πέθανε κι έτσι έμεινα μόνη. Αν δεν ήταν και η μάνα σου να με παρηγορεί…»

Έκανε μια στάση. Κάνεις δεν μίλαγε. Λες και δεν υπήρχαν άνθρωποι εκεί μέσα. Γύρισε, τον κοίταξε και τον ρώτησε:

«Αλήθεια… σε μένα σταμάτησες να γράφεις… ίσως μπορώ να το καταλάβω. Δεν ήθελες να με ξαναδείς για τους δικούς σου λόγους. Αλλά στη  μάνα σου και στον πατέρα σου… γιατί;»

«Δεν… δεν ξέρω. Ίσως κα να βαρέθηκα, ίσως…»

Κόμπιασε. Ήταν σαν να έψαχνε να βρει τα χαμένα λόγια του. Μπορεί και τις χαμένες μορφές των δικών του.

«Ίσως τι;»

«Δεν ξέρω, Κατερίνα. Ω… μα τι θες τώρα… τι να σου πω;» δικαιολογήθηκε αόριστα αλλά καθόλου πειστικά.

Εκείνη άναψε ένα τσιγάρο και μετά ξαπλώθηκε και πάλι πάνω στην υγρή αγκαλιά του.

«Μετά;» τη ρώτησε.

«Την Αθήνα την ήξερα λιγάκι από μικρή. Είπα... έτσι κι έτσι Κατερίνα εδώ δεν έχεις και τίποτα να κάνεις. Λοιπόν διάβασε μπας και μπεις σε κανένα πανεπιστήμιο και γλυτώσεις από τη μιζέρια και τη φτώχια του χωριού. Λοιπόν αυτό έκανα. Πήγα κατ΄ αρχήν στο μεγάλο νησί κι αφού πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα – τα σπίτια, κάτι χωράφια που μου είχε αφήσει ο παππούς κι οτιδήποτε άλλο είχε ο συχωρεμένος στην άκρη – νοίκιασα ένα φτηνό σπίτι κι άρχισα τα φροντιστήρια. Πράγματι ένα χρόνο μετά έδωσα εξετάσεις και κατάφερα και μπήκα εδώ, στη φιλολογία. Τα μάζεψα λοιπόν και ήρθα στην Αθήνα.»

«Και το… επάγγελμα; Από  που πρόεκυψε;»

«Και αυτό από τη φιλοσοφική.»

«Δεν καταλαβαίνω.»

«Στην Αθήνα ξέρεις ότι τα πράγματα όλα είναι πανάκριβα. Με όσα είχα στην άκρη και μια μικρή υποτροφία με δυσκολία κατάφερνα να περνάω. Μερικές φορές χρώσταγα και νοίκια. Άσε πια τη Σχολή: βιβλία, φροντιστήρια κτλ. Άρχισα να εργάζομαι αλλά ξέρεις ότι οι μισθοί είναι της πείνας. Απ΄ την άλλη έμενα πίσω στα μαθήματα αφού δεν πάταγα τακτικά στο Πανεπιστήμιο. Το αποτέλεσμα; Μεροδούλι, μεροφάι και στη Σχολή να συσσωρεύονται τα μαθήματα μαζί με λογαριασμούς. Κάποια στιγμή γνώρισα ένα παλικάρι… τρόπος του λέγειν. Ήταν καθηγητής, ωριμούτσικος και μου κόλλαγε. Υποσχόταν ότι θα με περνάει στα μαθήματά του άνετα, αν όμως… καταλαβαίνεις.»

«Και του έκατσες;»

Η Κατερίνα του έγνεψε καταφατικά.

«Εκείνη την πρώτη φορά που με πήρε, αφού γύρισα σπίτι, έκλαψα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Ήρθες κι εσύ στο μυαλό μου, ξέρεις.»

«Εγώ; Από πού κι ως πού;» τη ρώτησε και την κοίταξε περίεργα.

«Το τι βρισίδι σου έριξα, φίλε… Αν δε με είχες ξεχάσει, ίσως…»

«Ίσως τι;»

«Μπορεί και να ήταν διαφορετικά τα πράγματα.»

«Μα εγώ…»

«Άσε τις δικαιολογίες… δεν είναι της ώρας,» τον έκοψε.

……………………

Μια εκκωφαντική ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο. Κανείς τους δεν μίλαγε. Ο καθένας ήταν ξαπλωμένος τώρα στη δική του μεριά του κρεβατιού. Ήταν τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά ταυτόχρονα. Μπορούσαν ν΄ ακούν ο ένας τη ανάσα του άλλου, αλλά κανείς δεν έκανε την κίνηση. Τελικά ο Λευτέρης πήρε την απόφαση κι άπλωσε το χέρι του πάνω στο γυμνό της κορμί. Εκείνη τραβήχτηκε. Ο Λευτέρης όρμισε πάνω της και την αγκάλισε.

«Άσε με, άσε με... που να πάρει!» του φώναξε εκείνη κι έκανε να τραβηχτεί.

Δεν μπόρεσε να φύγει από την αγκαλιά του. Ο Λευτέρης τη γύρισε προς το πρόσωπό του και την κοίταξε στα ματιά. Είδε τα δάκρυα της να κυλούν στα μάγουλα της . Έβαλε το μάγουλο πάνω στο δικό της και τα δάκρυά της τον πλημμύρισαν. Κατάλαβε τι είχε κάνει γι΄ αυτή τη γυναίκα. Τώρα που δεν μίλαγε, την καταλάβαινε καλυτέρα από κάθε άλλη φορά. Τώρα ήταν που είχε στα χέρια του την πραγματική Κατερίνα, την Κατερίνα που ήξερε από το μικρό τους νησί.

«Όλα θα φτιάξουν, αγάπη μου, όλα θα φτιάξουν…» της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο.

«Πότε; Πότε; Αυτό το περιμένω… χρονιά και χρονιά τώρα.»

«Κάνε λίγη υπομονή. Κάτι μου λέει ότι σύντομα… και για σένα και για μένα….»

Σαν να της άρεσε αυτή η ευχή. Μια ελπίδα σαν να γεννήθηκε μέσα της μετά από πολλά χρονιά. Όλα θα φτιάξουν…. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε πει και η ίδια αυτή την ευχή που συνάμα ήταν κι ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Αλλά ποτέ μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχε πραγματοποιηθεί. Μια ακόμα χρονιά ξανάρχιζε, το 1974 έμπαινε, και η Κατερίνα ήταν στο κρεβάτι ενός άντρα. Αλλά όχι με τον οποιονδήποτε άντρα. Ήταν ο άντρας που παλιά αγαπούσε. Κι αυτό ήταν κάτι το… διαφορετικό.

Τούτη τη νύχτα θα μπορούσε να είναι στο κρεβάτι κάποιου παραλή γέρου, αλλά είχε διαλέξει να μην εργαστεί. Είχε διαλέξει να είναι στην αγκαλιά του παλιού της έρωτα. Του πρώτου αγαπημένου τους. Ίσως τελικά να ήταν κι αυτό μια αλλαγή στη ζωή της. Ίσως αυτός ο χρόνος να ήταν κάπως διαφορετικός. Δεν σκέφτηκε τίποτα άλλο. Μόνο για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ευχήθηκε στην Παναγία αυτός ο χρόνος να είναι διαφορετικός.

Έκλεισε τα ματιά της και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του. 




………………………………………………………

ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ






No comments:

Post a Comment